προσυγγίγνομαι

προσυγγίγνομαι
και αττ. τ. προξυγνίγνομαι Α
1. συνομιλώ με κάποιον προηγουμένως («προξυγγενόμενοι τῶν ξυμπρασσόντων Χίων τισί», Θουκ.)
2. λαμβάνω γνώση, ενημερώνομαι προηγουμένως («προσυγγίγνεσθαι τοῑς ἤθεσι καὶ τοῑς βουλεύμασί σου», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + συγγίγνομαι «συναναστρέφομαι, μαθητεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προξυγγενόμενοι — προσυγγίγνομαι have an interview with aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυγγιγνόμενοι — προσυγγίγνομαι have an interview with pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”